Η παραδοξότητα του Ιησού και η Χριστιανική Απολογητική

Του Douglas Groothuis

Στα πολλά χρόνια ενασχόλησής μου με την Απολογητική [1], έχω εξηγήσει και υπερασπιστεί με χαρά τον Ιησού Χριστό ως τον μοναδικό Σωτήρα και Κύριο (Ιω. 14: 6· Πράξ. 4: 12· Α’ Τιμ. 2: 5). Έχω επιχειρηματολογήσει ενάντια σ’ εκείνους που αρνούνται τη θεότητά του μέσω μιας φιλελεύθερης θεολογίας [2] ή μέσω μιας ισλαμικής θεολογίας [3]  ή αυτούς που τον διατυπώνουν ως έναν πανθεϊστικό γκουρού της Νέας Εποχής [4].

Αλλά υπάρχει και μια άλλη πτυχή του Ιησού που πρέπει να αντιμετωπιστεί από την απολογητική: η παραδοξότητά του. Με τον περίεργο αυτό όρο δεν εννοώ το ουσιαστικό, ευαγγελικό μήνυμα του Ιησού και της Βίβλου, που προσβάλλει την ανθρώπινη υπερηφάνεια (Α’ Κορ. 1: 18-25), αλλά, περισσότερο κάποια άβολα ή μάλλον παράξενα γεγονότα της ζωής του. Κάποιοι μπορεί να αποθαρρύνονται από ορισμένα λόγια ή πτυχές του χαρακτήρα του Ιησού, όμως θεωρώ πως μια υγιής απολογητική θα πρέπει να το λαμβάνει αυτό υπόψη. Φυσικά, δεν πρέπει να μειώσουμε το σκάνδαλο που προκαλεί ο Σταυρός του Χριστού, που στο κάτω-κάτω δεν είναι ένα διανοητικά δύσκολο εγχείρημα, αλλά ένα σημάδι της στάσης ηθικής εξέγερσης ενάντια σε έναν Θεό που είναι Άγιος.

Η λέξη ‘παράδοξος’ μπορεί να φαίνεται περίεργη λέξη για την περιγραφή του Χριστού, επειδή δεν ήταν ‘παράξενος’ ο Ιησούς με την έννοια μιας διανοητικής διαταραχής ή ενός ναρκισσισμού. Όχι. Ούτε οφειλόταν αυτό σε κακία ή σε κάποιο ελάττωμα χαρακτήρα. Καμία προσβολή που εκτοξεύτηκε ποτέ εναντίον του δεν πέτυχε το στόχο της. Σε πολλούς από τους συγχρόνους του, ο Ιησούς φάνταζε αινιγματικός, αδιαφανής, προκαλώντας αμηχανία, αλλά ταυτόχρονα και πειστικός, συναρπαστικός. Κατά έναν περίεργο τρόπο, ακόμη και σήμερα, παραμένει το ίδιο παράδοξος για τους πιστούς και μορφωμένους οπαδούς του. Ο Ιησούς δεν μπορεί να ‘εξημερωθεί’, ούτε να σιγάσει ή να ηρεμήσει, επειδή ποτέ δεν υπήρξε βαρετός, πεζός ή προβλέψιμος. Δεν είναι απλώς ένας καλός τύπος που έτυχε να είναι και Θεός. Ας εξετάσουμε όμως κάποιες ιστορίες.

Στην αφήγηση του Ιωάννη για τον Ιησού, βρίσκουμε ότι εκείνος συχνά παρεξηγείται, τόσο από τους μαθητές, όσο και από τους αντιπάλους του— και σπάνια επιχειρεί να διορθώσει την παρεξήγηση. Ο Ιησούς ξαφνιάζει τους πάντες εκδιώκοντας τους εμπόρους και χρηματιστές από το ναό. Λέει, «Έξω αυτά από εδώ! Σταματήστε να μετατρέπετε το σπίτι του Πατέρα μου σε αγορά!». (Ιω. 2: 16). Οι πράξεις αυτές του Ιησού είναι αρκετά τολμηρές, αλλά προσθέτει μια παραδοξότητα στην απάντησή του.

Ο Ιησούς απάντησε: «Γκρεμίστε αυτόν το ναό, και σε τρεις μέρες εγώ θα τον ξαναχτίσω». Είπαν τότε οι Ιουδαίοι άρχοντες: «Σαράντα έξι χρόνια δουλειάς χρειάστηκαν για να χτιστεί ο ναός αυτός, κι εσύ σε τρεις μέρες θα τον ξαναχτίσεις;» Εκείνος όμως μιλούσε για ναό εννοώντας το σώμα του. (Ιω. 2: 19-21).

Δεν μπήκε καν στον κόπο να εξηγήσει το νόημα, αλλά αφού

αναστήθηκε, θυμήθηκαν οι μαθητές του πως γι’ αυτό μιλούσε και πίστεψαν στη Γραφή και στα λόγια που είχε πει ο Ιησούς. (Ιω. 2: 22).

Ο Ιησούς γνώριζε κάτι που οι άλλοι δεν γνώριζαν. Το συναντάει κανείς αυτό ξανά και ξανά στο Ευαγγέλιο του Ιωάννη.

Να μια άλλη περίπτωση: Ενώ ο Ιησούς μιλάει ότι είναι «το ψωμί της ζωής», στην ομιλία του το γυρίζει, από το να τρώει κανείς αρτοσκευάσματα στο να τρώει κρέας και να πίνει αίμα:

Κι ο Ιησούς τους είπε: «Σας βεβαιώνω: αν δεν φάτε τη σάρκα του Υιού του Ανθρώπου και δεν πιείτε το αίμα του, δεν έχετε μετοχή στη ζωή. Αυτός που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου έχει ζωή παντοτινή, κι εγώ θα τον αναστήσω την έσχατη ημέρα. Γιατί η σάρκα μου είναι αληθινή τροφή και το αίμα μου αληθινό ποτό. Εκείνος που τρώει τη σάρκα μου και πίνει το αίμα μου είναι ενωμένος μαζί μου, κι εγώ μ’ αυτόν. Ο Πατέρας, η πηγή της ζωής, με έστειλε κι εγώ ζω εξαιτίας του. Έτσι κι αυτός που τρώει εμένα, θα ζήσει εξαιτίας μου. Αυτός είναι ο άρτος που κατέβηκε πραγματικά από τον ουρανό, κι όχι το μάννα που έφαγαν οι πρόγονοί σας κι όμως πέθαναν· εκείνος που τρώει αυτόν τον άρτο θα ζήσει για πάντα» (Ιω. 6: 53-58).

Ο Ιησούς μιλάει για τον εαυτό του ως ψωμί, έπειτα ως κρέας και αίμα, και μετά πάλι ως ψωμί. Αυτό δεν πρέπει να ακούστηκε πολύ καλά: «Από τότε πολλοί από τους μαθητές του ξεμάκρυναν και δεν τον ακολουθούσαν πια» (Ιω. 6: 66). Δεν εξήγησε περαιτέρω τι εννοούσε. Ωστόσο,

… είπε στους δώδεκα: «Μήπως θέλετε να φύγετε κι εσείς;» Ο Σίμων Πέτρος του απάντησε: «Και σε ποιον να πάμε, Κύριε; Εσύ κατέχεις τα λόγια που οδηγούν στην αιώνια ζωή. Κι εμείς έχουμε πιστέψει κι έχουμε καταλάβει πως εσύ είσαι ο Χριστός, ο Υιός του αληθινού Θεού».  (Ιω. 6: 67-69).

Δεν είναι ξεκάθαρο πόσο ο Πέτρος είχε καταλάβει τι ήταν αυτό που εννοούσε ο Ιησούς, αλλά τον εμπιστευόταν και δεν τον εγκατέλειψε. Ο πρώτος νόμος της διδασκαλίας μας διδάσκει να μιλάμε πάντα με κατανοητό τρόπο, αλλά ο Ιησούς – βλέπουμε εδώ – συχνά μπέρδευε ή μάλιστα και εμπόδιζε το ακροατήριό του στο να τον κατανοήσει. Ωστόσο, συνέχισε να διδάσκει χωρίς ενδοιασμό, και … να εντυπωσιάζει τους ακροατές του με την εξουσία του λόγου του (βλ. Ματθ. 7: 28-29).

Ο Ιησούς είχε έναν περίεργο τρόπο να αποσπά την αλήθεια από κάποιους ανθρώπους. Όταν συνομιλούσε με μια Σαμαρείτιδα στο πηγάδι του Ιακώβ, την πρότρεψε να φέρει και το σύζυγό της, γνωρίζοντας πολύ καλά πως δεν είναι παντρεμένη, ότι ζει με έναν άντρα και είχε πέντε φορές παντρευτεί στο παρελθόν. Αξιοσημείωτη δεν είναι μόνο η υπερφυσική γνώση του Ιησού και ότι αυτός – ένας Εβραίος άνδρας – μιλάει με μια Σαμαρείτιδα, αλλά η σχεσιακή ιδιορρυθμία του που στο τέλος αποδεικνύεται ευρηματική. Έτσι η γυναίκα πείθεται ότι ο Ιησούς είναι προφήτης και διαδίδει τη φήμη του ως Μεσσία ώστε πολλοί να πιστέψουν σ’ αυτόν (Ιω. 4).

Ας αναλογιστούμε και μια άλλη συνάντηση, με άλλη γυναίκα. Όταν ο Ιησούς αποσύρθηκε στην Τύρο και Σιδώνα, μια Χαναανή (όχι Εβραία) γυναίκα τον παρακάλεσε απεγνωσμένα να τη λυπηθεί και να βοηθήσει την κόρη της που «βασανίζεται από δαιμόνιο» (Ματθ. 15: 22). Αυτό που κάνει ο Ιησούς δεν ταιριάζει καθόλου στον Ιησού της λαϊκής ευσέβειας. Δεν λέει τίποτα. Και οι μαθητές του ζητούν με έναν μη ευαίσθητο τρόπο να τη διώξει αφού τους ενοχλεί με τις ανοησίες της. Αλλά, ο Ιησούς τελικά της απαντά: «Έχω αποσταλεί μόνο για τους πλανεμένους Ισραηλίτες» (Ματθ. 15: 24). Μετά

εκείνη … ήρθε και τον προσκύνησε λέγοντας: «Κύριε, βοήθησέ με». Αυτός της αποκρίθηκε: «Δεν είναι σωστό να πάρει κανείς το ψωμί των παιδιών και να το πετάξει στα σκυλιά». «Ναι, Κύριε», είπε εκείνη, «αλλά και τα σκυλιά τρώνε από τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι των κυρίων τους». Τότε ο Ιησούς της απάντησε: «Μεγάλη είναι η πίστη σου, γυναίκα! Ας γίνει όπως το θέλεις». Κι από κείνη την ώρα γιατρεύτηκε η θυγατέρα της. (Ματθ. 15: 25-28).

Αν κάποιος άλλος, εκτός από τον Ιησού, ενεργούσε με αυτόν τον τρόπο, θα τον θεωρούσαμε αγενή αν όχι και σκληρό. Γιατί δεν θεράπευσε τη δαιμονισμένη κόρη της φτωχής γυναίκας, όπως είχε θεραπεύσει τόσες άλλες; Όταν τελικά ο Ιησούς μιλάει, την προσβάλλει, έμμεσα αποκαλώντας εκείνη και την κόρη της «σκυλιά»—μια συνηθισμένη υποτιμητική λέξη για τους Εθνικούς που χρησιμοποιούν οι Εβραίοι. Η αφήγηση του Ευαγγελίου δεν δίνει καμία στιλπνότητα στις πράξεις του Ιησού, καμία απαλλακτική εξήγηση. Αλλά, ο Ιησούς ξέρει περισσότερα από εμάς, προκαλώντας μια έξυπνη απάντηση από τη γυναίκα που κι εκείνη με τη σειρά της, παίζοντας με την εικόνα του σκύλου, του απαντάει: «Ακόμα και τα σκυλιά τρώνε τα ψίχουλα που πέφτουν από το τραπέζι του κυρίου». Τότε, ο Ιησούς επαινεί την πίστη της και θεραπεύει την κόρη της. Η «σκληρή» μεταχείριση του Ιησού είχε σκοπό να προκαλέσει μια εξαιρετικά μεγάλη και επίμονη πίστη, και αυτό φαίνεται ότι  λειτούργησε. Πόσο περίεργο, αλήθεια!

Υπάρχει μια αγριότητα στον Ιησού που οι Χριστιανοί ποτέ δεν μπορούν να δαμάσουν. Ο C. S. Lewis έγραψε για αυτό σε μια επιστολή του προς έναν πρώην μαθητή, που αξίζει να αναφερθεί εκτενώς. Η ανάγνωσή του των Ευαγγελίων σε κάποιο στάδιο ήταν «πιο καταθλιπτική από τη δική σας», γράφει.

Όλοι μου έλεγαν ότι θα έβρισκα εκεί μια φιγούρα που δεν θα μπορούσα να μη την αγαπήσω. Λοιπόν, μπορούσα. Μου είπαν ότι θα έβρισκα ηθική τελειότητα—αλλά πόσο λίγα γι’ Αυτόν βλέπει κανείς σε συνηθισμένες περιστάσεις που ούτε εγώ δεν θα μπορούσα να τις εξηγήσω. Πράγματι, κάποια περίεργη συμπεριφορά Του μου φάνηκε πρόσφορη στην κριτική, π.χ. όταν εκείνος αποδέχεται μια πρόσκληση να δειπνήσει με έναν Φαρισαίο και στη συνέχεια τον φορτώνει με έναν χείμαρρο κακοποιητικών χαρακτηρισμών. Τώρα η αλήθεια είναι, νομίζω, ότι ο γλυκά-ελκυστικός ανθρώπινος Ιησούς είναι μάλλον προϊόν του σκεπτικισμού του 19ου αιώνα, που δημιουργήθηκε από ανθρώπους που έπαυαν να πιστεύουν στη θεότητά Του, αλλά ήθελαν να διατηρήσουν όσο περισσότερο Χριστιανισμό μπορούσαν. Δεν είναι αυτό που ένας άπιστος που προσεγγίζει τις πηγές με ανοιχτό μυαλό θα βρει εκεί πρωταρχικά. Το πρώτο πράγμα που διαπιστώνουμε είναι ότι απλά δεν μας πέφτει λόγος, ούτε να εκφράσουμε ηθική κρίση, όσο ευνοϊκή και να ήταν αυτή: είναι πολύ σαφές ότι Εκείνος κάνει ό,τι θεωρεί σωστό. Στην ουσία όμως ήμαστε εμείς οι κρινόμενοι, κάποιες φορές τρυφερά, κάποιες άλλες με εκπληκτική αυστηρότητα. … Το πρώτο πραγματικό έργο των Ευαγγελίων στον νέο αναγνώστη είναι, και θα έπρεπε να είναι, να εγείρει πολύ έντονα το ερώτημα, «Ποιος ή Τι είναι αυτό;» Επειδή υπάρχει ένα μεγάλο μέρος στον Χαρακτήρα Αυτό που, εκτός αν είναι πραγματικά αυτό που λέει ότι είναι, δεν είναι τόσο αξιαγάπητος ή ακόμη και ανεκτικός. Αν είναι, τότε φυσικά πρόκειται για κάτι διαφορετικό: ούτε θα μας εκπλήξει το γεγονός ότι πολλά θέματα παραμένουν αινιγματικά μέχρι τέλους. Διότι αν υπάρχει κάτι στον Χριστιανισμό, τότε προσεγγίζουμε κάτι που ποτέ δεν θα είναι πλήρως κατανοητό σε μας [5].

Αν ο Ιησούς «είναι πραγματικά αυτό που λέει ότι είναι», η παραδοξότητά του ταιριάζει στον χαρακτήρα αυτό. Δεν πρόκειται για απλό άνθρωπο. Ξέρει περισσότερα. Κάνει περισσότερα. Μπερδεύοντάς μας, αλλά ταυτόχρονα, καθοδηγώντας μας. Δεν είναι λοιπόν καθόλου περίεργο αυτό που έχει ειπωθεί για τον Ιησού: «Ποτέ άνθρωπος δε μίλησε όπως αυτός!» (Ιω. 7: 46).


[1]      Το κείμενο αυτό αποτελεί απόσπασμα του βιβλίου του Ντάγκλας Γρούιτχουις, Christian Apologetics: A Comprehensive Case for Biblical Faith, 2η έκδοση, Downers Grove: InterVarsity Press, 2022, σ. 501-504, μετάφραση του Έραστου Φίλου.

[2]      Η κριτική μου στρέφεται ενάντια στο ‘Jesus Seminar’ του οποίου ο σκοπός είναι η απομάκρυνση κάθε υπερφυσικού στοιχείου από τα κείμενα των Ευαγγελίων στο έργο μου Douglas Groothuis, Jesus in an Age of Controversy, Eugene: Harvest House, 1996, σ. 17-63.

[3]      Βλ. Douglas Groothuis, “The Challenge of Islam”, στο Christian Apologetics: A Comprehensive Case for Biblical Faith, 2η έκδοση, Downers Grove: InterVarsity-Academic, 2022.

[4]      Βλ. Douglas Groothuis, Revealing the New Age Jesus, Downers Grove: InterVarsity Press, 1990 και Groothuis, Jesus in an Age of Controversy.

[5]      “To a Former Pupil” (“σε έναν πρώην μαθητή”), 26 Μαρτίου 1940, στο W. H. Lewis (επιμ.), Letters of C. S. Lewis: Revised and Enlarged Edition, New York: Harcourt Brace & Company, σ. 344-345. Ευχαριστώ την Lydia McGrew για την επισήμανση αυτή.

Ο Douglas Groothuis, Ph.D. (Πανεπιστήμιο του Όρεγκον) είναι Καθηγητής Φιλοσοφίας στο Σεμινάριο του Ντένβερ στο Κολοράντο (ΗΠΑ) από το 1993. Είναι συγγραφέας δεκαεννέα βιβλίων, συμπεριλαμβανομένων των Unmasking the New Age, Truth Decay, On Jesus, Christian Apologetics, Fire in the Streets και World Religions in Seven Sentences, καθώς και τριάντα δημοσιεύσεις σε αξιολογημένα περιοδικά όπως το Religious Studies, Academic Questions, Philosophia Christi και το Journal of the Evangelical Theological Society.

Σχολιάστε