Ο Λόγος: Η φύση και η σημασία του

Απολογητικές σκέψεις του Έραστου Φίλου

Στο βιβλίο μου «Ο Καρπός του Απαγορευμένου Δέντρου»[1] αναφέρω επτά χαρακτηριστικά του Λόγου με κεφαλαίο «Λ». Είναι όλα τους χαρακτηριστικά που αναφέρονται στις Γραφές.

Το πρώτο χαρακτηριστικό μάς παρουσιάζεται κατά τη Δημιουργία, τόσο στην Παλαιά Διαθήκη, όπου ο Θεός μιλά και η δημιουργική πράξη ακολουθεί σε κάθε φάση, όσο και στην Καινή Διαθήκη. Πρόκειται για την δημιουργικότητα του Λόγου. Μας πληροφορεί ότι η κτίση όχι μόνο υπάρχει εξαιτίας του Λόγου, αλλά και συγκρατείται και συντηρείται χάριν Aυτού[2]. Έτσι, οι χριστιανοί συμπεραίνουν, πως ως τέλειος ‘κατασκευαστής’ της κτίσης, ο Χριστός γνωρίζει όλες τις απαντήσεις που οι άνθρωποι δεν είναι σε θέση να δώσουν στα πολλαπλά και πολύπτυχα ερωτήματά τους.

Αλλά ο Λόγος δεν είναι μόνο δημιουργικός, έχει και τεράστια δύναμη. Ο Ιωάννης μας μεταφέρει ένα παράδειγμα κατά την ανάσταση του Λαζάρου. Ο λόγος του Χριστού είναι τόσο δυνατός που ανασταίνει νεκρούς. Κανένας άλλος δεν μπορεί αυτό παρά μόνο ο Δημιουργός. Ο καθηγητής Ρόρμπαχ περιγράφει τη δύναμη αυτή του Λόγου ως εξής:  

Ο Ιησούς φώναξε: «Λάζαρε, βγες έξω». Τον φώναξε µε τ’ όνομά του. Αυτό έχει μεγάλη σημασία. Αν δεν φώναζε το όνομα αυτό, τότε όλοι οι πεθαμένοι θα έβγαιναν έξω! [3]

Το τρίτο χαρακτηριστικό είναι ότι ο Λόγος είναι κατανοητός, σε ολόκληρη τη φύση. Ο μεγάλος φυσικός, Αϊνστάιν, το περιγράφει αυτό ως εξής:

Το αιώνια ακατανόητο για τον κόσμο είναι η κατανοητόητά του. … Υπό αυτή την έννοια, ο κόσμος των αισθητηριακών μας εμπειριών είναι κατανοητός και το ότι είναι έτσι αποτελεί ένα θαύμα[4].

Παρομοίως, το 1960, ο Ουγγρο-Αμερικανός νομπελίστας φυσικός Γιουτζίν Γουίγκνερ (Eugene Wigner) δημοσίευσε αυτό που αργότερα θα γινόταν το κλασικό δοκίμιο για το μυστηριώδες γεγονός ότι τα μαθηματικά μπορούν να χρησιμοποιηθούν για τη διερεύνηση της φύσης, με τίτλο: «Η παράλογη αποτελεσματικότητα των μαθηματικών στον φυσικό κόσμο». Στο δοκίμιό του, ο Γουίγκνερ συζητάει τον εκπλήττοντα βαθμό κατά τον οποίο τα μαθηματικά είναι σε θέση να χαρτογραφήσουν τον υλικό κόσμο και εξηγεί ότι «μαθηματικές έννοιες εμφανίζονται σε εντελώς απροσδόκητες συνδέσεις … και συχνά επιτρέπουν μια απροσδόκητα στενή και ακριβή περιγραφή των φαινομένων σε αυτές τις συνδέσεις». Τα εργαλεία των μαθηματικών συναπαντούν τα ερωτήματα της φυσικής με απίστευτη συχνότητα και ακρίβεια. «Η τεράστια χρησιμότητα των μαθηματικών στις φυσικές επιστήμες είναι κάτι που συνορεύει με το μυστηριώδες», καταλήγει ο Γουίγκνερ στο δοκίμιό του. «Δεν υπάρχει λογική εξήγηση για αυτό»[5].

Ένα άλλο χαρακτηριστικό είναι ότι ο Λόγος φωτίζει. Τη κτίση, το νου του ανθρώπου, ολόκληρη τη ζωή μας. Ο C. S. Lewis το περιγράφει όμορφα αυτό το αιώνιο φως που φωτίζει νου και ψυχή του ανθρώπου:

Πιστεύω στον Χριστιανισμό όπως πιστεύω ότι ο Ήλιος έχει ανατείλει — όχι μόνο επειδή τον βλέπω, αλλά επειδή μέσω αυτού βλέπω όλα τα άλλα[6].

Ο Χριστός, το Φως του κόσμου και κάθε (απολογητικής) σκέψης.

Ο «σαρκωμένος» Λόγος που αποδέχεται να εμπεριέχεται σε ένα βιβλίο και ένδοξα να το ξεπερνά

Στο πέρασμα των αιώνων έχει γραφτεί ένας τεράστιος αριθμός βιβλίων, λίγα από αυτά μπορούν πραγματικά να θεωρηθούν σπουδαία. Ωστόσο, υπάρχει ένα βιβλίο που ξεχωρίζει και είναι πραγματικά μοναδικό: η Βίβλος. Γράφτηκε και συγκροτήθηκε σε χρονικό διάστημα δεκαπέντε αιώνων από σαράντα συγγραφείς και πλέον. Έχει μεταφραστεί σε όλες σχεδόν τις γλώσσες του κόσμου και σε πολλούς διαλέκτους, και έχει εκδοθεί σε περισσότερα αντίτυπα από κάθε άλλο βιβλίο, αποτελώντας μοναδική πηγή έμπνευσης για εκατομμύρια ανθρώπους. Τι κάνει τη Βίβλο να ξεχωρίζει ανάμεσα στα άλλα βιβλία και ειδικά τι είναι αυτό που τεκμηριώνει τη μοναδικότητα της;

Τρία επιχειρήματα επιβεβαιώνουν γιατί σήμερα μπορεί να είναι βέβαιος κανείς για την αξιοπιστία της Βίβλου, και ειδικά, γιατί οι χριστιανοί μπορούν να θεωρούν την Αγία Γραφή ως τον Λόγο του Θεού και να τον εμπιστεύονται.

Ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία για την αξιοπιστία της Βίβλου

Μια σύντομη εξερεύνηση δείχνει ότι τα αρχαιότερα εβραϊκά κείμενα που έχουν βρεθεί, ήταν γραμμένα σε ασημένια φυλαχτά, που χρονολογούνται από τα μέσα του 7ου αιώνα π.Χ. Άλλα ευρήματα περιλαμβάνουν τους (παπύρινους) κυλίνδρους από ένα σπήλαιο κοντά στη Νεκρά Θάλασσα, τον πάπυρο Nash και τα χειρόγραφα της Μασάντα.

Τα ευρήματα αυτά είναι χρήσιμα ως στοιχεία για τον έλεγχο της ακρίβειας της μετάδοσης των αντιγραμμένων κειμένων στα πλαίσια της εβραϊκής παράδοσης. Και το σπουδαιότερο είναι ότι επιβεβαιώνουν την υψηλή ακρίβεια της διαδικασίας αντιγραφής.

Στο βιβλίο του «Από τα κείμενα στις μεταφράσεις – αρχές και ιστορία της Βίβλου», ο καθηγητής της Παλαιάς Διαθήκης Πολ Βέγκνερ αναλύει  εκτενώς το θέμα της διατήρησης των κειμένων της Παλαιάς Διαθήκης κατά τη διάρκεια της περιόδου 500 – 1000 μ.Χ., αλλά και αργότερα, με βάση δεξιότητες που εφαρμόστηκαν στα κείμενα, από μια αφοσιωμένη ομάδα Εβραίων γραφέων, τους Μασορίτες. Και καταλήγει στο εξής συμπέρασμα:

Είμαστε εξαιρετικά υπόχρεοι στις γενιές των γραφέων αυτών που το σχολαστικό τους έργο και η συνεχής τους φροντίδα και τήρηση ιερών παραδόσεων μας παράδωσαν ένα ακριβές κείμενο[7].

Στη συνέχεια, εξηγεί ο Βέγκνερ, εφαρμόζεται η κριτική κειμένων στην σύγκριση, στην αξιολόγηση και στον προσδιορισμό της ακριβέστερης ανάγνωσης ενός μεταδιδόμενου κειμένου που ανέρχεται στο 90 % του κειμένου να μη δείχνει σημαντική απόκλιση.

Μια παρόμοια προσέγγιση φαίνεται πως εφαρμόστηκε και σε κείμενα της Καινής Διαθήκης, τα οποία φυσικά είναι κατ’ εξοχήν πιο πολλά από αυτά της Παλαιάς. Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης, λόγω της ταχείας ανάπτυξης και των άγριων διωγμών της πρώτης εκκλησίας, είναι γεωγραφικά κατανεμημένα και έτυχαν ταχείας αναπαραγωγής. Εκτός από τον ήδη μεγάλο αριθμό αντιγράφων της Καινής Διαθήκης, που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα, υπάρχει μια πρόσθετη πηγή αξιοπιστίας – ο μεγάλος αριθμός παραπομπών σε βιβλικά κείμενα από τους Πατέρες της Εκκλησίας – η οποία προσφέρει πολύ περισσότερες δυνατότητες κριτικής κειμένου και μεγαλύτερη βεβαιότητα όσον αφορά την ακρίβειά τους.

Οι πρώτοι Χριστιανοί διακατέχονταν από μια βιβλιόφιλή νοοτροπία που απαιτούσε στρατιές γραφέων για να αντιμετωπιστεί η εκτεταμένη ανάγκη αντιγραφής και διανομής αντίγραφων και με αυτό τον τρόπο να ικανοποιηθεί η ολοένα αυξανόμενη ζήτησή τους από την ραγδαία επεκτεινόμενη εκκλησία.

Υπήρξε και η εξέλιξη μιας νέας τεχνολογίας καταγραφής, που ήταν η χρήση κωδίκων (αντί των παραδοσιακών κυλίνδρων), και η οποία ήταν ευνοϊκή για τη διάδοση της Καινής Διαθήκης. Οι κώδικες είχαν την ικανότητα να περιέχουν περισσότερο κείμενο σε πιο συμπαγή μορφή. Ο τεράστιος αριθμός αντιγραμμένων κειμένων και η ευρεία διάδοσή τους συνέβαλε στην ύπαρξη ενός πλούτου χειρόγραφων που – και με τη βοήθεια της κριτικής κειμένου – προσφέρει στους ειδικούς σήμερα τη δυνατότητα να εντοπίσουν σφάλματα μετάδοσης συγκρίνοντας διάφορα χειρόγραφα μιας ποικιλίας κειμένων μαζί και το έτος κυκλοφορίας τους. Έτσι, έστω κι αν ποτέ δεν μπορούμε να έχουμε απόλυτη βεβαιότητα για το αρχικό (πρωτότυπο) κείμενο, μπορούμε να έχουμε επαρκή βεβαιότητα που επιτρέπει να είμαστε σίγουροι ότι κατέχουμε την αυθεντική διδασκαλία του Ιησού και των αποστόλων του.

Ένα επιπλέον στοιχείο σχετικά με την αξιοπιστία των κειμένων της Καινής Διαθήκης είναι ότι η πληθώρα αυτή των κειμένων εμφανίζεται σε εξαιρετικά σύντομο χρονικό διάστημα συγγραφής από το παλαιότερο αντίγραφό τους, δηλαδή μόνο 20 με 30 χρόνια. Αυτό σηματοδοτεί μια γρήγορη εξάπλωση του Χριστιανισμού της εποχής.

Σε αντίθεση με αυτά και συγκριτικά, η «Ιλιάδα» του Ομήρου κατέχει πιθανώς την επόμενη μεγαλύτερη χειρόγραφη αυθεντικότητα  σε σύγκριση με την Καινή Διαθήκη και χρονολογείται γύρω στο 900 π.Χ. Το παλαιότερο αντίγραφο που έχουμε στη διάθεσή μας σήμερα είναι από το 400 π.Χ. — μια χρονική απόσταση 500 ετών. Ο συνολικός αριθμός των χειρόγραφών της είναι 643 και οι αναγνώσεις συμφωνούν περίπου κατά το 95 % των περιπτώσεων. Ο Πλάτων έγραψε τις «Τετραλογίες» του μεταξύ 427 και 347 π.Χ. Το παλαιότερο σωζόμενο αντίγραφο είναι από το 900 μ.Χ. — 1300 χρόνια αργότερα. Γνωρίζουμε μόνο επτά χειρόγραφα των κειμένων αυτών.

Πώς εξηγείται η διαφορά μεταξύ βιβλικών και μη βιβλικών αρχαίων κειμένων;

Μια σωστή και συνεπής πρώιμη χρονολόγηση των Ευαγγελίων, δείχνει ότι τα γραπτά κείμενα πρέπει να υπήρξαν διαθέσιμα πολύ νωρίς. Τα τρία συνοπτικά Ευαγγέλια οριστικοποιήθηκαν μέσα στα 20-25 χρόνια από τον θάνατο και την ανάσταση του Ιησού και γράφτηκαν σε εχθρικούς για την εκκλησία καιρούς, ως μαρτυρίες αυτόπτων μαρτύρων.

Ο Βρετανός ιστορικός της Βίβλου, F. F. Bruce, επισημαίνει πως η «Καινή Διαθήκη ουσιαστικά ολοκληρώθηκε, το 100 μ.Χ., ενώ η πλειονότητα  των κειμένων είχε γραφτεί  είκοσι ή σαράντα χρόνια πριν από αυτή την χρονολογία»[8].

Οι προφητείες και η εκπλήρωσή τους

Οι προφητείες της Βίβλου είναι ένα αίνιγμα για τους άθεους και ένα θαύμα για τους πιστούς αναγνώστες της.

Ο γνωστός Καναδός κήρυκας, J. I. Packer, γράφει: «Η Βίβλος έχει μια οργανική συνοχή που είναι εκπληκτική. Τα βιβλία που γράφτηκαν με αιώνες διαφορά φαίνεται να έχουν σχεδιαστεί με σκοπό να συμπληρώνουν και να φωτίζουν το ένα το άλλο»[9].

Στο Ευαγγέλιο του Λουκά, κεφ. 24, ο αναστημένος Χριστός δίνει τελευταίες οδηγίες στους αποστόλους, λίγο πριν από την τελική αναχώρησή Του:

Αυτά εννοούσα με τα λόγια που σας έλεγα όταν ήμουν ακόμη μαζί σας, ότι δηλαδή πρέπει να εκπληρωθούν όλα όσα είναι γραμμένα για μένα στο νόμο του Μωυσή, στους προφήτες και στους Ψαλμούς (εδ. 44).

Και μετά, ο Λουκάς γράφει ότι τους

φώτισε το νου, για να καταλαβαίνουν τις Γραφές, και τους είπε: ‘Οι Γραφές λένε ότι έτσι έπρεπε να γίνει, και έτσι έπρεπε να πάθει ο Μεσσίας, ν’ αναστηθεί από τους νεκρούς την τρίτη μέρα και να κηρυχθεί στο όνομά του μετάνοια και άφεση αμαρτιών σ’ όλα τα έθνη, αρχίζοντας από την Ιερουσαλήμ. Εσείς είστε μάρτυρες όλων αυτών’ (εδ. 45-48).

Στον απόστολο Παύλο επίσης παρατηρούμε ότι όποτε εκείνος επισκεπτόταν μια νέα πόλη, πήγαινε κατευθείαν στη συναγωγή όπου οι Εβραίοι λάτρευαν τον Θεό. Ο ευαγγελιστής Λουκάς περιγράφει ότι συλλογιζόταν μαζί τους από τις Γραφές, εξηγώντας και αποδεικνύοντας ότι ο Ιησούς ήταν ο Χριστός, ο Μεσσίας. Τα στοιχεία που παρουσίαζε ο Παύλος στον κόσμο εκεί ήταν ισχυρά για δύο λόγους: Πρώτον επειδή είχε προηγηθεί η Ανάσταση του Ιησού Χριστού και δεύτερον επειδή ο Ιησούς είχε εκπληρώσει όλες τις μεσσιανικές προφητείες και εκείνος μπορούσε να τους επισημάνει αυτές τις προφητείες παραθέτοντας τα συγκεκριμένα εδάφια από την Παλαιά Διαθήκη και αποδεικνύοντας πώς ο Ιησούς είχε «εκπληρώσει» όλες τις προφητείες.

Αυτό εξηγεί και την εκρηκτική ανάπτυξη της πρώιμης εκκλησίας. Το μήνυμα ήταν ισχυρό τότε, όπως και σήμερα.

Για τον Γάλλο μαθηματικό Blaise Pascal οι μεσσιανικές προφητείες έπαιξαν σημαντικό ρόλο για να έρθει στην πίστη. Αυτά γράφει στο περίφημο βιβλίο του, «Σκέψεις», πριν από τέσσερεις περίπου αιώνες: «Η μέγιστη των αποδείξεων για τον Ιησού Χριστό είναι οι προφητείες», έγραψε.

Και ο φιλόσοφος στο Κολλέγιο της Βοστώνης, ο Peter Kreeft, στο έργο του για τον Πασκάλ, γράφει τα εξής σχετικά με τις προφητείες:

Αν υπολογίσει κανείς την πιθανότητα ένα άτομο να εκπληρώσει, εντελώς τυχαία, όλες τις μεσσιανικές προφητείες της Παλαιάς Διαθήκης όπως τις εκπλήρωσε ο Ιησούς, η πιθανότητα θα ήταν τόσο αστρονομικά ελάχιστη όσο είναι η πιθανότητα να κερδίζεις στο λαχείο κάθε μέρα επί έναν ολόκληρο αιώνα[10].

Στο βιβλίο του «Το Μόνιμο Θαύμα: Οι Προφητείες της Βίβλου»[11], ο Σπύρος Φίλος εξετάζει με λεπτομέρεια αντιρρήσεις όπως, πώς γνωρίζουμε ότι οι προφητείες δεν γράφτηκαν μετά τα γεγονότα που προμήνυαν και ότι στις προφητείες δεν επρόκειτο για φαινόμενα τηλεπάθειας. 

Το «πείραμα» της χριστιανικής μαρτυρίας της Βίβλου

Οι χριστιανοί πιστεύουν ότι η Αγία Γραφή είναι αξιόπιστη επειδή πίσω της βρίσκεται ο αξιόπιστος Θεός. Αυτή η αξιοπιστία της Γραφής συνδέεται με την «αληθινότητα» του Θεού: Ο αληθινός Θεός «ενέπνευσε» έναν αληθινό Λόγο. Έτσι, κάθε απολογητική σκέψη ή επιχείρημα εμπνέεται και οδηγεί στο Λόγο του Θεού.

Τα εξής σημεία είναι σημαντικά για την πειστικότητα της χριστιανικής μαρτυρίας.

Πρώτον, η Αγία Γραφή είναι εμπνευσμένη από το Πνεύμα του Θεού. Το Άγιο Πνεύμα επήλθε στους συγγραφείς της Γραφής, ωθώντας τους να γράψουν ακριβώς αυτά που ήθελε ο Θεός, διατηρώντας ταυτόχρονα το ύφος γραφής και την προσωπικότητα του εκάστοτε συγγραφέα. Αυτό σημαίνει ότι τα λόγια τους είναι λόγια του Θεού, αξιόπιστα, αλάθητα, έγκυρα. Ο ίδιος ο Ιησούς επιβεβαίωσε το αλάθητο της Γραφής:

Σας βεβαιώνω πως όσο υπάρχει ο κόσμος, έως τη συντέλειά του, δε θα πάψει να ισχύει ούτε ένα γιώτα ή μία οξεία από το νόμο (Ματθ. 5: 18).

Και αλλού:

Ο δικός σου ο λόγος είναι αλήθεια (Ιω. 17: 17).

Συνεπάγεται λοιπόν, ότι όσοι απορρίπτουν την θεία έμπνευση της Γραφής, απορρίπτουν την άποψη του ίδιου του Χριστού.

Ένα δεύτερο στοιχείο είναι ότι ο Λόγος του Θεού είναι σε θέση να επιβεβαιώσει και επαληθεύσει τη δύναμή του στην πράξη. Με τα λόγια του Παύλου:

Δεν ντρέπομαι που υπηρετώ το ευαγγέλιο του Χριστού, γιατί αυτό είναι η δύναμη του Θεού, που σώζει καθέναν που πιστεύει, πρώτα τον Ιουδαίο και ύστερα τον ειδωλολάτρη (Ρω. 1: 16).

Επίσης, ο χριστιανός πειραματίζεται πως ο Λόγος του Θεού είναι ‘δίκοπο μαχαίρι’:

Ζωντανός και δραστικός, πιο κοφτερός κι από κάθε δίκοπο σπαθί· εισχωρεί βαθιά, ως εκεί που χωρίζει την ψυχή απ’ το πνεύμα, το κόκαλο απ’ το μεδούλι, και κρίνει τους διαλογισμούς και τις προθέσεις της καρδιάς (Εβρ. 4: 12).

Συμπεράσματα

Το χαρακτηριστικό του Λόγου, ότι δηλαδή είναι κατανοητός, οφείλεται στο γεγονός ότι ο Λόγος «σαρκώθηκε». Επίσης, το ότι ο Λόγος είναι αποτελεσματικός, δηλαδή ο Δημιουργός μιλάει και γίνεται, διατάσσει και εκτελείται, καταδεικνύει την εξουσία και τη δύναμή του.

Είναι αποκαλυπτικός ο Λόγος επειδή φωτίζει κάθε άνθρωπο. Αυτός, για τον οποίο ο απόστολος Ιωάννης γράφει, μας άφησε το γραπτό του Λόγο, τη Βίβλο. Η Βίβλος είναι αξιόπιστη και στηρίζεται σε ιστορικά και αρχαιολογικά στοιχεία. Προφητείες βρίσκουν εκπλήρωση. Αυτό, αν και αποτελεί αίνιγμα για τους άθεους, δεν παύει να είναι ένα θαύμα για τους πιστούς!

Ο Χριστός άφησε στους μαθητές του ένα διαπιστευτήριο: Τη σάρκωσή Του μέσα τους μέσω του Αγίου Πνεύματος η οποία γίνεται ορατή ως ζωή λυτρωμένων πιστών με σκοπό την αγιότητα!


[1]          Έραστος Φίλος, Ο Καρπός του Απαγορευμένου Δέντρου, Αθήνα: Λόγος, 2023, σ. 153-181.

[2]          «Πάντα δι’ αὐτοῦ ἐγένετο, καὶ χωρὶς αὐτοῦ ἐγένετο οὐδὲ ἕν, ὃ γέγονεν» (Ιω. 1: 3)· «Τὰ πάντα ἐν αὐτῷ συνέστηκεν» (Κολ. 1: 17).

[3]          Hans Rohrbach, «Η Επιστήμη και τα θαύματα της Βίβλου», ιστολόγιο Areopagus Briefs – Απολογητική Ενημέρωση, 5 Ιουλίου 2016, https://areopagusbriefs.org/2016/07/05/miracles/, σ. 16.

[4]          Albert Einstein, «Physik und Realität», στο Journal of The Franklin Institute Devoted to Science and the Mechanic Arts, τομ. 221, Μάρτιος 1936, τεύχ. 3, σ. 315, αναφ. Έραστος Φίλος, Ο Καρπός του Απαγορευμένου Δέντρου, ό. π., σ. 156.

[5]          Έραστος Φίλος, «Γιατί το Σύμπαν είναι κατανοητό;», ιστολόγιο Επιστήμη + Πίστη, 23 Ιανουαρίου 2022, https://efilos.blogspot.com/2022/01/blog-post.html.

[6]          C. S. Lewis, «Is Theology Poetry?», στο Essay Collection (London: Collins, 2000), σ. 21, αναφ. Alister E. MacGrath, Narrative Apologetics. Sharing the Relevance, Joy and Wonder of the Christian Faith, Grand Rapids: Baker Books, 2019, σ. 24.

[7]          Paul D. Wegner, The Journey from Texts to Translations. The Origin and Development of the Bible, Grand Rapids: Baker Academic, 1999, σ. 177.

[8]          F. F. Bruce, Τα κείμενα της Καινής Διαθήκης. Είναι άραγε αξιόπιστα; μεταφρ. Γ. Καρκανίδου, 3η έκδοση, Αθήνα: Πέργαμος, 2000, σ. 12.

[9]          Βλ. τον πρόλογο του βιβλίου του Edmund Clowney, The Unfolding Mystery. Discovering Christ in the Old Testament, Phillipsburg: P&R Publishing, 1989, σ. 8-9.

[10]         Peter Kreeft, Christianity for Modern Pagans: Pascal’s «Pensees», San Francisco: Ignatius Press, 1993, σ. 264.

[11]         Σπύρος Φίλος, Το Μόνιμο Θαύμα: Οι Προφητείες της Βίβλου, 2η έκδ., Αθήνα: Πέργαμος, 1998.

One Reply to “”

Σχολιάστε