Ο προσανατολισμός μας στην ύπαρξη

του Κώστα Μεταλληνού, Δρ. Μαθηματικών

Η ύπαρξη μοιάζει με ωκεανό· ο άνθρωπος είναι πλοίο που ταξιδεύει· ο χρόνος μας σπρώχνει προς τα εμπρός, πάντοτε εμπρός χωρίς ποτέ να σταματάμε.

Αν με το πνεύμα μας κάνουμε μια επισκόπηση στον ορίζοντα της ύπαρξης, σαν ν’ ανεβαίναμε στη γέφυρα ενός πλοίου, θα δούμε με κατάπληξη ότι βρισκόμαστε προ μυστηρίου. Απλώνεται μπροστά μας ένα απέραντο σκοτάδι και δεν ξέρουμε τα σπουδαιότερα στοιχεία που μας χρειάζονται για το ταξίδι μας. Δεν ξέρουμε μ’ άλλα λόγια από πού ερχόμαστε στην ύπαρξη, δεν ξέρουμε τί είμαστε, δεν ξέρουμε γιατί ήλθαμε εδώ και δεν ξέρουμε πού πάμε. Παρ’ όλη την άγνοιά μας, η καρδιά μας αδιάκοπα χτυπάει και ο χρόνος μας σπρώχνει προς τα εμπρός. Έτσι, υφιστάμεθα την ζωή, δεν ζούμε την ζωή, όταν δεν έχουμε σωστά προσανατολιστεί.

Θα προσπαθήσουμε να προσανατολίσουμε τον αναγνώστη μας, αφού του ζητήσουμε απαραίτητα να κρατήσει την καρδιά του καθαρή από τον σύγχρονο εγωισμό και να την αφήσει να μαλακώσει. Οι πιο φωτεινές ακτίνες δεν γίνονται αντιληπτές στα ζητήματα αυτά, παρά μονάχα με καθαρή καρδιά. Ο Χριστός υποσχέθηκε στην καθαρή καρδιά, ότι αυτή θα δει τον Θεό.

Ας αφήσουμε κατά μέρος, από έλλειψη χώρου τη φιλοσοφία που μας εμπνέει η έρευνα του Σύμπαντος μέσω των Φυσικών Επιστημών και ας περιοριστούμε στις πιο χτυπητές γραμμές, που μας δείχνει η μελέτη του εαυτού μας, η μελέτη του «Εγώ» μας.

Αν κάνουμε μια ενδοσκόπηση, θα ανακαλύψουμε ότι είμαστε ένα «Εγώ» εφοδιασμένο και συνδεδεμένο με τα υλικά μας όργανα· πόδια, χέρια, μάτια, αυτιά, γλώσσα και πλείστα άλλα όργανα· άλλα αυτά δεν είναι το Εγώ, αυτά είναι κτήμα του Εγώ· είναι πόδια, χέρια, μάτια, η γλώσσα. Τί είναι λοιπόν αυτός ο κύριος, αυτός ο κτήτορας, αυτό το «Εγώ»;

Για να προχωρήσουμε στην σπουδαιότατη αυτή έρευνα, θα χρησιμοποιήσουμε τη μέθοδο της παρατήρησης, που είναι μέθοδος των θετικών επιστημών.

Τί μας λέει λοιπόν η παρατήρηση για το «Εγώ»;

Μας λέει πρώτα, ότι το Εγώ μπορεί να έλθει σε ανταγωνισμό με τις ορμές και τις τάσεις του σώματος, μέχρι σημείου μάλιστα που να παραδώσει το σώμα σε θάνατο, παρ’ όλες τις διαμαρτυρίες του σώματος, καθώς συμβαίνει στην περίπτωση θανάτου από απεργία πείνας, ή μαρτυρικού εθελουσίου θανάτου για την υποστήριξη οποιασδήποτε ιδεολογίας. Από τον ανταγωνισμό αυτό φανερώνεται ότι το Εγώ είναι πραγματικότητα και μάλιστα πραγματικότητα ανώτερη του σώματος, αφού το υποτάσσει και το παραδίδει μέχρι θανάτου.

Η παρατήρηση, δεύτερον, μας λέει ότι το Εγώ μπορεί από πρόθεση να ψεύδεται. Μια πλάκα γραμμοφώνου δεν μπορεί να βγάλει παρά μόνο τους ήχους που χαράχτηκαν πάνω της· το Εγώ όμως όταν ψεύδεται δείχνει ότι μπορεί εκ προθέσεως να τροποποιήσει και να βγάλει άλλο κόσμο, τελείως διαφορετικό από ‘κείνον που εισήλθε μέσα του μέσω των αισθητηρίων. Άρα, το Εγώ αποδεικνύεται κυρίαρχο του εσωτερικού κόσμου και όχι συνισταμένη των κραδασμών του εγκεφάλου, καθώς μας λένε οι υλιστές, διότι τότε δεν Θα μπορούσε να ψεύδεται.

Τρίτο, η φυσιολογία μας λέει ότι το Εγώ παραμένει μόνιμο ενώ το υλικό του σώματος και του εγκεφάλου αδιάκοπα ανανεώνεται· ένας γέρος 80 χρόνων έχει συνείδηση ότι είναι ο ίδιος που ήταν 70 χρόνια πριν, μαθητής στο δημοτικό σχολείο, και θυμάται μάλιστα ζωηρότατα τις παιδικές του αναμνήσεις, ενώ ολόκληρο το υλικό του σώματος, έχει από τότε πολλές φορές ανανεωθεί. Άρα το Εγώ είναι κάτι το διαφορετικό από το υλικό σώμα και δεν υπόκειται στην αέναο διαρροή της ύλης.

Η παρατήρηση, τέταρτον, μας δείχνει ότι το Εγώ έχει εσωτερική ομιλία, ανεξάρτητη από την υλική γλώσσα του σώματος. Και αν κοπεί τη γλώσσα ενός ανθρώπου θα μπορεί αυτός πάλι να απαγγέλει εσωτερικώς άναρθρους φθόγγους, να ψάλλει νοερά και να αγορεύει ευκρινέστατα για τον εαυτό του.  Άρα το Εγώ έχει γλώσσα δική του, ανεξάρτητη από τη γλώσσα του σώματος.

Τέλος, βρίσκουμε, ότι το Εγώ είναι απλό, είναι αμερές, χωρίς δηλαδή να μπορεί να κοπεί σε κομμάτια μικρότερων «Εγώ», καθώς συμβαίνει με την ύλη. Όλα τα αισθήματά μας και οι ενέργειές μας έχουνε πάντοτε το ίδιο κέντρο, το Εγώ μας, απλό και αμερές. Με άλλα λόγια: ή υπάρχει ολόκληρο το Εγώ ή δεν υnάρχει καθόλου.

Με τις σύντομες αυτές τις πέντε παρατηρήσεις βλέπουμε πως το Εγώ είναι πραγματικότητα άυλη όχι υλική, συνδεδεμένη βέβαια με την ύλη του εγκεφάλου, αλλ’ όχι ταυτιζόμενη με αυτή. Με τις πνευματικές του δυνάμεις, το Εγώ τούτο συλλαμβάνει τους νόμους της Φύσης, ζυγίζει τους ήλιους, μετράει τους ουρανούς και εξουσιάζει πάνω στις δυνάμεις της Φύσης. Από πού άραγε να πηγάζει το μυστηριώδες αυτό Εγώ μας; Το Εγώ μας δεν μπορεί να πηγάζει από την Ύλη, γιατί η ύλη δεν μπορεί να δώσει εκείνο που αυτή δεν έχει· δεν μπορεί να δώσει συνείδηση την οποία δεν έχει· η ύλη δεν μπορεί να δώσει ελευθερία εκλογής που η ίδια δεν έχει, η ύλη δεν μπορεί να δώσει αδιάκοπη πρόοδο προς τα εμπρός διότι αυτή είναι κλεισμένη σε αυστηρότατο κύκλο· δεν μπορεί να δώσει τέλος η ύλη στην καθυπόταξη του εαυτού της, πράγμα που μόνο το Εγώ παρ’ όλες τις διηνεκείς αντιδράσεις της, κατόπιν μεγάλων προσπαθειών του, κατορθώνει να την υποτάξει. Δεν μπορεί λοιπόν να είναι πηγή του Εγώ η ύλη.

Αλλά τότε ποια είναι; Είναι πηγή η οποία έχει να δώσει; Είναι πηγή που έχει συνείδηση, για να μπορεί να δώσει συνείδηση; Να έχει ελευθερία, για να μπορεί να δώσει ελευθερία; Να έχει το άπειρο και το αιώνιο, για να μπορεί να βάλει τις γραμμές αυτές μέσα στον άνθρωπο; Να, λοιπόν πως υψωθήκαμε διά της μελέτης του Εγώ σε μια πραγματικότητα υπερβατική· υψωθήκαμε στην ίδια την Πηγή που μας ανεβάζει, μέσω της μελέτης του Σύμπαντος, την επιστημονική Φιλοσοφία. Συναντηθήκαμε στην ίδια κορυφή. Συναντηθήκαμε στον Θεό!

Έτσι ως τώρα στον ορίζοντά μας έχουμε προσδιορίσει δύο σημεία. Πρώτο: ερχόμαστε από τον Θεό και δεύτερο: είμαστε οντότητες πνευματικές, συνδεδεμένες με ύλη μέσα σ’ έναν κόσμο ύλης.

Τώρα μας λείπουν τα άλλα δύο σημεία, δηλαδή «γιατί μας έφερε εδώ στον κόσμο ο Θεός»; Και «πού πηγαίνουμε»;

Στα ζητήματα αυτά οι φιλοσοφίες των ανθρώπων έχουν δώσει τόσο διάφορες και αλληλοσυγκρουόμενες απαντήσεις, ώστε ο ερευνητής γρήγορά απογοητεύεται και καταλαβαίνει ότι ο άνθρωπος μόνος του δεν μπορεί να προσδιορίσει τα σπουδαιότατα αυτά σημεία με τις προσπάθειές του. Ο Πασκάλ, γι’ αυτό, είχε φτάσει στο σημείο να πει μια βαριά φράση για τη φιλοσοφία «Se moquer de la Philosophie s’ est νraiment philosopher» (Ο άνθρωπος φιλοσοφεί στ’ αλήθεια, όταν κοροϊδεύει τη Φιλοσοφία).

Στην απελπισία αυτή ακούγεται μια στεντόρεια φωνή που περιζώνει όλη τη Γη σαν τα κύματα τα ηλεκτρομαγνητικά· είναι η φωνή του Ιησού από την Ναζαρέτ. Διαβάζοντας με καθαρή καρδιά το Ευαγγέλιο και ελέγχοντας τα διαπιστευτήρια του Ιησού, — τη ζωή Του, τη διδασκαλία Του, τα θαύματά Του, τις προφητείες και την εκ νεκρών ανάστασή Του — πειθόμεθα, καθώς και ο ίδιος ισχυρίζεται, ότι το ‘Υπερβατικό μπήκε εν τω προσώπω Του στην ‘Ιστορία — ότι ο Θεός, ο δημιουργός του υλικού ήλιου, ανέτειλε και έναν πνευματικό ήλιο για τα μάτια του πνεύματός μας. Βρίσκουμε ότι ο Ιησούς είναι ο ειδικός για να μας προσανατολίσει στην Ύπαρξη· είναι ο ειδικός, δηλαδή είναι ο χρισμένος γι’ αυτόν τον μέγιστο σκοπό· είναι ο «Χριστός του Θεού». Η Ιστορία μάς προσφέρει μεγάλες φυσιογνωμίες ειδικευμένες σε διάφορες κατευθύνσεις και έχουμε απόλυτη ανάγκη αυτών όταν θέλουμε να βαδίσουμε στον τομέα της ειδίκευσης τους. Για τον ηλεκτρικό φωτισμό πρέπει να καταφύγουμε στον Έντισον, για τα μικρόβια στον Παστέρ, για τον ασύρματο στον Μαρκόνι· κατά ανάλογο τρόπο και για το μυστήριο του προσανατολισμού μας πρέπει να καταφύγουμε στον ειδικό, να καταφύγουμε στον Χριστό. «Ο Ιησούς», έλεγε ο Γερμανός Χάιμ, «στο γιγάντιο ύψος Του υπεράνω των αιώνων κάνει την εντύπωση μυστηριώδους μοναδικότητας».

Είναι το «φως του κόσμου»· το διακήρυξε καθαρά και την διακήρυξη Του την δικαίωσε και δικαιώνει κάθε μέρα η Ιστορία. Η δικαίωση αυτή γίνεται από διπλή άποψη, θετικά και αρνητικά. Θετικά με το να βλέπουμε την πλούσια πνευματική ζωή, την χαρμόσυνη και θριαμβευτική ζωή που παίρνουν από τον Χριστό οι δικοί Του· και αρνητικά με το να βλέπουμε το σκοτάδι, την εξαγρίωση και τον ξεπεσμό στον οποίο καταντά ο άνθρωπος όταν στρέψει τα νώτα προς τον Χριστό. Ο αιώνας που περνάμε μας δείχνει δυστυχώς σε μεγάλη κλίμακα την αρνητική αυτή χρεωκοπία.

Ποιός είναι λοιπόν με δύο λόγια ο προσανατολισμός που μας δίνει ο Χριστός στην Ύπαρξη; Μας βεβαιώνει ότι είμαστε δημιουργήματα του Θεού, ότι έχουμε πνευματική ψυχή μέσα σε υλικό σώμα και μας αποκαλύπτει ότι ήλθαμε εδώ στον κόσμο για να δράσουμε σαν ηθικές ελευθερίες, δηλαδή να ασκήσουμε την Πίστη και να πραγματοποιήσουμε την Αγάπη που είναι ενέργειες ηθικές.

Ας αναπτύξουμε τούτη την πρόταση λιγάκι πλατύτερα.

Ήλθαμε στον κόσμο αυτό τιμημένοι με το προνόμιο της εσωτερικής ηθικής ελευθερίας· δεν μας έκαμε ο Θεός «ρομπότ», αλλά μας έκαμε ηθικά ελεύθερους, διότι θέλει να έχουμε ηθική αξία και να μην είμαστε «ηθικά μηδενικά». Χωρίς την ύπαρξη ηθικής ελευθερίας δεν μπορεί να υπάρξει ηθική αξία.

Η ηθική μας ελευθερία καλείται στον κόσμο εδώ να δείξει ανεπηρέαστη την στάση της απέναντι στο Θεό, είτε αναγνωρίζοντας Αυτόν είτε αρνούμενη Αυτόν, είτε πιστεύοντας είτε όχι. Η Πίστη για να είναι δράση ελεύθερη, δεν πρέπει να έχει αντικείμενο ορατό και αισθητό, διότι τότε θα είναι αναγνώριση εξαναγκαστική και δεν θα έχει ηθική αξία, θα είναι ένα «ηθικό μηδενικό». Για το λόγο αυτό η ελευθερία μας, στον κόσμο αυτό, για να μπορέσει να δράσει ελεύθερα απέναντι στο Θεό, τοποθετήθηκε μεταξύ φωτός και σκότους για να εκλέξει ελεύθερα.

Και δεν είναι μόνον η Πίστη, αλλά είναι και η Αγάπη, δράση της ηθικής ελευθερίας· ο Θεός μάς έκαμε ελεύθερους για να μπορεί να μας αγαπά και να μπορούμε κι εμείς να αγαπάμε Αυτόν και να αγαπάμε και τους ανθρώπους.

Η στάσης αυτή που παίρνει η ελευθερία μας απέναντι στο Θεό είναι για τον Θεό η σπουδαιότερη απ’ όλες τις ενέργειες της ζωής μας, χαρακτηρίζει το πνεύμα και χρωματίζει ολόκληρη τη ζωή του ανθρώπου εδώ κάτω στον κόσμο. Με την ύψιστη αυτή αποστολή ήλθαμε εδώ κάτω στον κόσμο για να γνωρίσουμε τον Θεό και να συνδεθούμε ελεύθερα με Αυτόν. Ο Χριστός είναι ο μόνος δρόμος που μας οδηγεί στην φωτεινή και αντικειμενική αυτή σύνδεση, διότι συγκεφαλαιώνει στο Πρόσωπο Του και στο Έργο Του τις θεμελιώδεις αλήθειες του θείου Σχεδίου για τον άνθρωπο, δηλαδή την αγάπη του Θεού, την πτώση του ανθρώπου και τη θεία Λύτρωση.

Αυτή είναι η σωτήρια ειδίκευση του Χριστού: «Εγώ ειμί η οδός και η αλήθεια και η Ζωή· ουδείς έρχεται προς τον Πατέρα ειμή δι’ εμού».

Το να θέλει κανείς να έχει Θρησκεία απορρίπτοντας τον Χριστό είναι, καθώς λέει ένας Άγγλος σοφός, σαν να θέλει να κατέχει τη Ζωγραφική απορρίπτοντας τον Μιχαήλ Άγγελο και τον Ρέμπραντ· να κατέχει τη Μουσική απορρίπτοντας τον Μπετόβεν και τον Μότσαρτ· να κατέχει την Ποίηση απορρίπτοντας τον Όμηρο και τον Γκαίτε.

Ήλθαμε στον κόσμο εδώ, μας λέει ο Χριστός, για να εκδηλωθούμε σαν ηθικές αξίες· ήλθαμε σ’ έναν προθάλαμο της αιωνιότητας· ήλθαμε για την Πίστη και την Αγάπη, τις υπέρτατες αξίες χωρίς τις οποίες χρεωκοπεί κάθε ανθρώπινος πολιτισμός· ήλθαμε για την Πίστη προς τον Θεό δια μέσου του Σχεδίου που αποκαλύφθηκε εν τω Χριστώ· ήλθαμε για την Αγάπη προς τον Θεό, απ’ όπου ξεκινάει και η αγάπη προς τους ανθρώπους· Αγάπη όχι με γλώσσα και με λόγια, αλλά με έργα και αλήθεια. Αγάπη με υπηρεσία για το άτομο και υπηρεσία για το Σύνολο· εδώ βρίσκεται η ουσία του ανθρώπινου προορισμού· εδώ βρίσκεται η αληθινή ευτυχία της ζωής: «Ζην» σημαίνει «πιστεύειν και υπηρετείν». Αυτό είναι το τρίτο σημείο του προσανατολισμού μας.

Και τώρα το τέταρτο σημείο:

Που άραγε βαίνουμε; Πάλι εδώ ο Χριστός ερχόμενος από τον κόσμο του υπερπέραν, μας διαβεβαιώνει με τον επισημότερο τρόπο ότι το Εγώ μας αυτό, που είδαμε προ ολίγου, ότι δεν είναι προϊόν της ύλης, ότι έχει ομοιότητες με τον Θεό, ότι ήλθε να πραγματοποιήσει εδώ κάτω στον κόσμο τις αιώνιες αξίες — την Πίστη και την Αγάπη –, μας λέει ότι το Εγώ αυτό δεν μηδενίζεται με το θάνατο· η Ψυχή χωρίζεται από το σώμα και ανεβαίνει με μορφή και οργανισμό αιθέριο στον υπερβατικό κόσμο των πνευμάτων. Μας διαβεβαιώνει ότι η αιώνια ζωή είναι δωρεά του Θεού την όποια μας προσφέρει μέσω του Χριστού. «Ο πιστεύων εις εμέ έχει ζωήν αιώνιον» και αλλού: «εις κρίσιν ουκ έρχεται αλλά μεταβαίνει εκ του θανάτου εις την ζωήν».

Και τώρα, ανασκοπώντας τα αποτελέσματα της έρευνάς μας βλέπουμε ότι η ατομική μας ύπαρξη πρέπει να προσανατολιστεί στα εξής τέσσερα σημεία του ωκεανού της ύπαρξης:

1. Ερχόμαστε από τον Θεό.

2. Είμαστε πνεύματα συνδεδεμένα με την ύλη.

3. Ήλθαμε στον κόσμο αυτό για να δοκιμαστούμε σαν ηθικές ελευθερίες — για την Πίστη και την Αγάπη μας, και

4. Βαίνουμε προς απόλαυση της αιώνιας ζωής, της «ένδοξης εν τω Χριστώ Ελπίδας».

Ο Κώστας Μεταλληνός υπήρξε Κήρυκας του Ευαγγελίου, Απολογητής και Ιδρυτής των Ελευθέρων Ευαγγελικών Εκκλησιών στην Ελλάδα. Απεβίωσε το 1963. Το άρθρο του αυτό δημοσιεύτηκε στο περιοδικό «Έρευνα και Πίστη», τεύχος 1/1981, σ. 2-7.

Σχολιάστε