Η πρώτη απολογία του Ιουστίνου του Μάρτυρα

Εθνικός Χριστιανός από την Σαμάρεια, μορφωμένος στην ελληνική φιλοσοφία ο Ιουστίνος (100 – 165 μ.Χ.) ζητούσε να απονεμηθεί δικαιοσύνη στους αδελφούς του Χριστιανούς που διώκονταν απλώς και μόνο επειδή ήταν Χριστιανοί. Ως φιλόσοφος ασπάστηκε τον Χριστιανισμό και έγινε ακούραστος ευαγγελιστής και απολογητής. Ο Ιουστίνος έγραψε περισσότερα για τον Χριστιανισμό από οποιοδήποτε άλλο πρόσωπο πριν από την εποχή του. Πέρασε τα τελευταία χρόνια της ζωής του στη Ρώμη, όπου και εκτελέστηκε ως μάρτυρας (περ. το 165 μ.Χ.).  

Στην πρώτη του Απολογία [1] τον βλέπουμε να αντικρούει τους επαγγελματίες φιλόσοφους της εποχής του, θεωρώντας ψεύτικη και κούφια μια σοφία που δεν περιλαμβάνει τους κοινούς ανθρώπους. Κάνοντας χρήση της ρητορικής της εποχής του, εκθέτει την σωκρατική φιλοσοφία ως «ανίκανη», αποδεικνύοντας τη δύναμη του λόγου του Χριστού και της αναγέννησης που προέρχεται από την πίστη τον αληθινό Θεό.

Απευθύνεται στον αυτοκράτορα Αντωνίνο τον Ευσεβή και τους δύο θετούς γιους του, τον Μάρκο Αυρήλιο και τον Λεύκιο Βέρο, καθώς και σε όλη τη Γερουσία της Ρώμης, γράφοντας:

Εμείς είμαστε πεπεισμένοι ότι δεν είναι δυνατόν να πάθουμε κακό από κανέναν, εάν δεν βρεθούμε εργάτες κακίας ή αποδειχτεί ότι είμαστε πονηροί· εσείς δε να φονεύσετε μπορείτε, όχι όμως να μας βλάψετε (2, 4). … Ζητούμε να εξεταστούν οι κατηγορίες σε βάρος των [Χριστιανών], και αν αυτές αποδειχθούν βάσιμες, τότε αυτοί να τιμωρούνται όπως τους αρμόζει· εάν όμως δεν υπάρχει καμία απόδειξη, ο αληθινός λόγος [ο ρωμαϊκός νόμος] δεν επιτρέπει να αδικούνται αθώοι άνθρωποι εξ’ αιτίας κάποιας ύπουλης δυσφήμησης. Έτσι μάλλον τους εαυτούς σας καταδικάζετε, επειδή δεν σας οδηγεί η κρίση αλλά το πάθος (3,1).

Διασαφηνίζει ένα παράλογο της ρωμαϊκής κοινωνίας: οι Χριστιανοί κατηγορούνταν ως «άθεοι» επειδή δεν σεβόντουσαν τους ειδωλολατρικούς θεούς, ενώ αυτοί που πραγματικά «πρόσβαλλαν τους θεούς», οι φιλόσοφοι και οι ποιητές, απολάμβαναν εκτίμηση:

Έτσι μας αποκαλούν άθεους. Όντως, ομολογούμε ότι όσον αφορά τους δήθεν θεούς είμαστε άθεοι, αλλά δεν είμαστε τέτοιοι ως προς τον αληθέστατο Πατέρα της δικαιοσύνης και σωφροσύνης και των άλλων αρετών και πέραν πάσης κακίας Θεόν. Σεβόμαστε και προσκυνούμε Εκείνον και τον εξ’ Αυτού προελθόντα Γιό και τον διδάξαντα ημάς ταύτα και το πλήθος των άλλων αγαθών αγγέλων οι οποίοι ακολουθούν Αυτόν και είναι όμοιοι με Αυτόν, το προφητικό Πνεύμα … (6, 1).

Στη συνέχεια, ο Ιουστίνος παραθέτει κάποιες εξηγήσεις σχετικά με τη λατρεία των ειδώλων, ότι η βασιλεία του Θεού είναι κυρίως πνευματική, ότι οι Χριστιανοί είναι υπόλογοι στον αληθινό Θεό, ότι ο Θεός τους είναι ορθολογικός, σε αντίθεση με την δαιμονική πραγματικότητα. Επίσης ότι ο Χριστός έδωσε εντολή στους πιστούς να υπακούν στην πολιτική εξουσία, ότι υπάρχει κόλαση, και ότι απέδειξε τη δύναμή Του μέσω της Ανάστασης.

Στην Απολογία του, ο Ιουστίνος προσφέρει μια πλήρη ιστορία της χριστιανικής θεολογίας, κάνοντας αναφορά στις μεσσιανικές προφητείες και τις διδασκαλίες της Παλαιάς Διαθήκης αντιπαραθέτοντάς τες στη συνέχεια με ειδωλολατρικές απόψεις. Μάλιστα υποστηρίζει ότι οι αρχαίοι Έλληνες φιλόσοφοι, όπως ο Σωκράτης και ο Πλάτωνας, βασίστηκαν στην Παλαιά Διαθήκη, αντλώντας έμπνευση από αυτήν, ενώ η ειδωλολατρική μυθολογία είναι εμπνευσμένη από δαίμονες και μη συμβατή με τη πραγματικότητα. Εξηγεί επίσης γιατί οι Χριστιανοί απορρίπτουν τον παγανισμό, ότι αυτό που τον κάνει αποτρόπαιο είναι το γεγονός ότι εκθέτει παιδιά και νέους καθώς και οι πολλές άλλες ανήθικες πρακτικές του.

Αφιερώνει σημαντικό μέρος της υπεράσπισής του στην απόδειξη ότι ο Πλάτωνας αντέγραψε τον Μωυσή, γράφοντας χαρακτηριστικά:

Για να μάθετε ότι ο Πλάτων την αντίληψη ότι ο Θεός έκτισε τον κόσμο μέσω μεταποίησης άμορφης ύλης την παρέλαβε από τον δικό μας δάσκαλο, εννοούμε τον Λόγο που μίλησε μέσω των προφητών, … [εκ των οποίων] ο Μωυσής, ο προδηλωθείς πρώτος προφήτης και αρχαιότερος των Ελλήνων …(59, 1).

Ιδιαίτερα εντυπωσιακή είναι η κατάληξη του επιχειρήματός του αυτού, σε σχέση με τον σταυρό, το χριστιανικό σύμβολο. Κατηγορεί τον Πλάτωνα ότι το δανείστηκε για τον «Τιμαίο» του, και ότι στην πραγματικότητα προέρχεται από το σύμβολο του φιδιού του Μωυσή στην έρημο.

Στον Επίλογο της Α΄ Απολογίας βρίσκουμε το συμπέρασμα της όλης επιχειρηματολογίας του Ιουστίνου, που καταλήγει στο αν η απολογία του δεν τους πείσει, υπάρχει ο κρίνων Θεός:

Εάν νομίζετε ότι αυτά είναι λογικά και αληθινά, τιμήστε τα αναλόγως· εάν σας φαίνονται φλυαρίες, καταφρονήστε τα ως φλύαρα πράγματα, άλλα μην επιβάλλετε θάνατον, ως προς εχθρούς, σε ανθρώπους που δεν αδικούν σε τίποτα. Διότι σας προλέγουμε ότι δεν θα διαφύγετε την μέλλουσα κρίση του Θεού, εάν επιμείνετε στην αδικία και μείς κραυγάσουμε: ‘ό,τι θέλει ο Θεός ας γίνει’ (68, 1).

Παραθέτει και ως δικαιολογητικό μια επιστολή του Καίσαρα Αδριανού προς τον Μινούκιο Φουνδανό στην οποία ο αυτοκράτορας θεωρεί σημαντικό να τιμωρούνται οι συκοφάντες των Χριστιανών:

Αν οι επαρχιώτες σου είναι σε θέση να υποστηρίζουν επίσημα την αναφορά τους ενάντια στους Χριστιανούς, έτσι που να αιτιολογείται και ενώπιον δικαστηρίου, ας ακολουθούν αυτήν την οδό και μόνο, και ας μη δέχονται μη τεκμηριωμένες κατηγορίες. Πολύ περισσότερο αρμόζει, εάν κανείς κάνει καταγγελία, να λαμβάνεις εσύ γνώση των προβαλλομένων πραγμάτων. Εάν κάποιος καταγγέλλει και αποδεικνύει ότι ο καταγγελλόμενος εκτελεί παράνομη πράξη, να ορίζεις τιμωρία κατά το μέγεθος του παραπτώματος … εάν καταγγέλλει απλώς για συκοφαντικούς λόγους, τότε εξέτασε τη σοβαρότητα του θέματος και φρόντισε να τιμωρήσεις τον συκοφάντη.


[1] Παναγιώτου Κ. Χρήστου, Ιουστίνου Φιλοσόφου και Μάρτυρος Άπαντα τα Έργα, Θεσσαλονίκη: Πατερικαί Εκδόσεις «Γρηγόριος ο Παλαμάς», 1985. Τα χωρία που παρατίθενται εδώ έχουν μετατραπεί από την μετάφραση στην καθαρεύουσα που παρέχει το έργο αυτό στην καθομιλουμένη.

Σχολιάστε